- πιθανουργικη
- πιθανουργικήπῐθᾰν-ουργικήἥ (sc. τέχνη) искусство убеждать Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πιθανουργικός — ή, όν, Α [πιθανουργία] 1. αυτός που ανήκει στην πιθανουργία* 2. φρ. «πιθανουργική τέχνη» η τέχνη να πείθει κανείς, να καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό (Πλάτ.) 3. αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει, ο πειστικός … Dictionary of Greek